εγκαυστική
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.ɡaf.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκαυ‐στι‐κή
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐καυ‐στι‐κή
- ομόηχο: εγκαυστικοί
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκαυστική | οι | εγκαυστικές |
| γενική | της | εγκαυστικής | των | εγκαυστικών |
| αιτιατική | την | εγκαυστική | τις | εγκαυστικές |
| κλητική | εγκαυστική | εγκαυστικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- εγκαυστική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγκαυστική, θηλυκό του ἐγκαυστικός / ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εγκαυστικός
Ουσιαστικό
εγκαυστική θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- εγκαυστικός
- → δείτε τη λέξη καίω
Μεταφράσεις
εγκαυστική
|
|
Ετυμολογία 2
- εγκαυστική: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εγκαυστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του εγκαυστικός
Πηγές
- εγκαυστική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.