εγκαυστική

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɡaf.stiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκαυστική
παλιότερος συλλαβισμός: εγκαυστική
ομόηχο: εγκαυστικοί

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκαυστική οι εγκαυστικές
      γενική της εγκαυστικής των εγκαυστικών
    αιτιατική την εγκαυστική τις εγκαυστικές
     κλητική εγκαυστική εγκαυστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εγκαυστική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγκαυστική, θηλυκό του ἐγκαυστικός / ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εγκαυστικός

Ουσιαστικό

εγκαυστική θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

εγκαυστική: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εγκαυστική

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.