εγκαυστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκαυστικός η εγκαυστική το εγκαυστικό
      γενική του εγκαυστικού της εγκαυστικής του εγκαυστικού
    αιτιατική τον εγκαυστικό την εγκαυστική το εγκαυστικό
     κλητική εγκαυστικέ εγκαυστική εγκαυστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκαυστικοί οι εγκαυστικές τα εγκαυστικά
      γενική των εγκαυστικών των εγκαυστικών των εγκαυστικών
    αιτιατική τους εγκαυστικούς τις εγκαυστικές τα εγκαυστικά
     κλητική εγκαυστικοί εγκαυστικές εγκαυστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγκαυστικός < ελληνιστική κοινή ἐγκαυστικός

Επίθετο

εγκαυστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.