ερεθίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ερεθίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐρεθίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɾeˈθi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερεθίζω

Ρήμα

ερεθίζω, αόρ.: ερέθισα, παθ.φωνή: ερεθίζομαι, π.αόρ.: ερεθίστηκα, μτχ.π.π.: ερεθισμένος

  • επενεργώ πάνω σε κάποιον ή κάτι και προκαλώ κάποιου είδους αντίδραση
    1. (για την αντίδραση ενός αισθητήριου οργάνου)
      το φως ερεθίζει το οπτικό νεύρο που μεταβιβάζει το μήνυμα στον εγκέφαλο
    2. (για την αντίδραση ενός μέρους του σώματος σε εξωτερικό αίτιο που εκδηλώνεται με κοκκινίλα ή τσούξιμο κλπ)
      η παρατεταμένη χρήση του φαρμάκου μπορεί να ερεθίσει τον οφθαλμό
    3. (για ενέργεια που οδηγεί σε όξυνση παθών και ίσως βίαιη αντίδραση )
      η απάθειά του όσο τον έβριζα με ερέθιζε ακόμα περισσότερο
    4. (για ερωτική διέγερση)
      το σαγηνευτικό της λίκνισμα ερέθιζε όλους τους αρσενικούς

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.