διαβρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαβρώνω < διάβρ(ωσις) + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)

Ρήμα

διαβρώνω, πρτ.: διάβρωνα, στ.μέλλ.: θα διαβρώσω, αόρ.: διάβρωσα, παθ.φωνή: διαβρώνομαι, μτχ.π.π.: διαβρωμένος

  1. φθείρω με αργό ρυθμό εξωτερικά μια επιφάνεια, ένα αντικείμενο κλπ
    η δράση του νερού και του ανέμου διαβρώνει συνεχώς τα πετρώματα
  2. (μεταφορικά) φθείρω, με έναν τρόπο που η ζημιά δεν γίνεται αμέσως αντιληπτή
    ο υφέρπων και, ακόμα περισσότερο, ο ανοιχτός ρατσισμός διαβρώνει τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.