διαβρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαβρώνω < διάβρ(ωσις) + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
διαβρώνω, πρτ.: διάβρωνα, στ.μέλλ.: θα διαβρώσω, αόρ.: διάβρωσα, παθ.φωνή: διαβρώνομαι, μτχ.π.π.: διαβρωμένος
- φθείρω με αργό ρυθμό εξωτερικά μια επιφάνεια, ένα αντικείμενο κλπ
- η δράση του νερού και του ανέμου διαβρώνει συνεχώς τα πετρώματα
- (μεταφορικά) φθείρω, με έναν τρόπο που η ζημιά δεν γίνεται αμέσως αντιληπτή
- ο υφέρπων και, ακόμα περισσότερο, ο ανοιχτός ρατσισμός διαβρώνει τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού
Συγγενικά
- αδιάβρωτος
- αντιδιαβρωτικό
- αντιδιαβρωτικός
- διάβρωση
- διαβρωσιγενής
- διαβρωτικά
- διαβρωτικός
- → δείτε τις λέξεις διά και βρώση
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαβρώνω | διάβρωνα | θα διαβρώνω | να διαβρώνω | διαβρώνοντας | |
| β' ενικ. | διαβρώνεις | διάβρωνες | θα διαβρώνεις | να διαβρώνεις | διάβρωνε | |
| γ' ενικ. | διαβρώνει | διάβρωνε | θα διαβρώνει | να διαβρώνει | ||
| α' πληθ. | διαβρώνουμε | διαβρώναμε | θα διαβρώνουμε | να διαβρώνουμε | ||
| β' πληθ. | διαβρώνετε | διαβρώνατε | θα διαβρώνετε | να διαβρώνετε | διαβρώνετε | |
| γ' πληθ. | διαβρώνουν(ε) | διάβρωναν διαβρώναν(ε) |
θα διαβρώνουν(ε) | να διαβρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διάβρωσα | θα διαβρώσω | να διαβρώσω | διαβρώσει | ||
| β' ενικ. | διάβρωσες | θα διαβρώσεις | να διαβρώσεις | διάβρωσε | ||
| γ' ενικ. | διάβρωσε | θα διαβρώσει | να διαβρώσει | |||
| α' πληθ. | διαβρώσαμε | θα διαβρώσουμε | να διαβρώσουμε | |||
| β' πληθ. | διαβρώσατε | θα διαβρώσετε | να διαβρώσετε | διαβρώστε | ||
| γ' πληθ. | διάβρωσαν διαβρώσαν(ε) |
θα διαβρώσουν(ε) | να διαβρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαβρώσει | είχα διαβρώσει | θα έχω διαβρώσει | να έχω διαβρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαβρώσει | είχες διαβρώσει | θα έχεις διαβρώσει | να έχεις διαβρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαβρώσει | είχε διαβρώσει | θα έχει διαβρώσει | να έχει διαβρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαβρώσει | είχαμε διαβρώσει | θα έχουμε διαβρώσει | να έχουμε διαβρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαβρώσει | είχατε διαβρώσει | θα έχετε διαβρώσει | να έχετε διαβρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαβρώσει | είχαν διαβρώσει | θα έχουν διαβρώσει | να έχουν διαβρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.