flat

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός flat
συγκριτικός flatter
υπερθετικός flattest

flat (en)

  1. επίπεδος
    Flat-earthers deceive people into thinking that the Earth is flat.
    Οι επιπεδιστές παραπλανούν τον κόσμο ωστέ να πιστεύουν πως η Γη είναι επίπεδη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη even
  2. σκασμένο λάστιχο αυτοκινήτου
    a flat tire - σκασμένο λάστιχο
  3. χωρίς ενδιαφέρον

Επίρρημα

παραθετικά
θετικός flat
συγκριτικός more flat
υπερθετικός most flat

flat (en)

  1. επίπεδα
  2. εντελώς

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
flat flats

flat (en)

  1. (ΗΒ) διαμέρισμα
     συνώνυμα: apartment
  2. (μουσική) ύφεση ()
     αντώνυμα: sharp
    • double flat - διπλή ύφεση ()
  3. (ανεπίσημο) σκασμένο λάστιχο αυτοκινήτου
    a flat - σκασμένο λάστιχο

Σύνθετα

  • flat-footed
  • flatly
  • flatness
  • flatten
  • flat out

Πηγές



Ολλανδικά (nl)

Ουσιαστικό

flat (nl) ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.