κατατομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατατομή οι κατατομές
      γενική της κατατομής των κατατομών
    αιτιατική την κατατομή τις κατατομές
     κλητική κατατομή κατατομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατατομή < αρχαία ελληνική κατατομή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική profil) [1], μορφολογικά αναλύεται κατα- + -τομή

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.toˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατατομή

Ουσιαστικό

κατατομή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατατομή αἱ κατατομαί
      γενική τῆς κατατομῆς τῶν κατατομῶν
      δοτική τῇ κατατομ ταῖς κατατομαῖς
    αιτιατική τὴν κατατομήν τὰς κατατομᾱ́ς
     κλητική ! κατατομή κατατομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατατομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κατατομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατατομή < κατα- + -τομή κατατέμνω, θέμα τομ- +

Ουσιαστικό

κατατομή θηλυκό

  1. η εντομή, η τομή από πάνω προς τα κάτω
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. (θέατρο) διάζωμα
    2. η επιφάνεια ενός βράχου
    3. (ζωγραφική) κατατομή, προφίλ
    4. ακρωτηριασμός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.