κατατομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατατομή | οι | κατατομές |
| γενική | της | κατατομής | των | κατατομών |
| αιτιατική | την | κατατομή | τις | κατατομές |
| κλητική | κατατομή | κατατομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατατομή < αρχαία ελληνική κατατομή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική profil) [1], μορφολογικά αναλύεται κατα- + -τομή
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.toˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐το‐μή
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κατατομή
|
Αναφορές
- κατατομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατατομή | αἱ | κατατομαί |
| γενική | τῆς | κατατομῆς | τῶν | κατατομῶν |
| δοτική | τῇ | κατατομῇ | ταῖς | κατατομαῖς |
| αιτιατική | τὴν | κατατομήν | τὰς | κατατομᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | κατατομή | κατατομαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατατομᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κατατομαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κατατομή θηλυκό
Πηγές
- κατατομή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατατομή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.