διάζωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διάζωμα | τα | διαζώματα |
| γενική | του | διαζώματος | των | διαζωμάτων |
| αιτιατική | το | διάζωμα | τα | διαζώματα |
| κλητική | διάζωμα | διαζώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Άνω και κάτω διάζωμα αρχαίου θεάτρου.
Ετυμολογία
- διάζωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάζωμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.zo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐ζω‐μα
Ουσιαστικό
διάζωμα ουδέτερο
- (θέατρο) διάδρομος (συνήθως ημικυκλικός) που χωρίζει το τμήμα των κερκίδων ενός θεάτρου, σταδίου σε μέρη καθώς και καθένα απ' τα μέρη αυτά
- (αρχιτεκτονική) η ζωοφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | διάζωμᾰ | τὰ | διαζώμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | διαζώμᾰτος | τῶν | διαζωμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | διαζώμᾰτῐ | τοῖς | διαζώμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | διάζωμᾰ | τὰ | διαζώμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | διάζωμᾰ | διαζώμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαζώμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαζωμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάζωμα < διαζώννυμι < διά- + ζώννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ios (ζώνομαι)
Ουσιαστικό
διάζωμα ουδέτερο
Πηγές
- διάζωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάζωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.