διάζωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάζωμα τα διαζώματα
      γενική του διαζώματος των διαζωμάτων
    αιτιατική το διάζωμα τα διαζώματα
     κλητική διάζωμα διαζώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άνω και κάτω διάζωμα αρχαίου θεάτρου.

Ετυμολογία

διάζωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάζωμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði̯a.zo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάζωμα

Ουσιαστικό

διάζωμα ουδέτερο

  1. (θέατρο) διάδρομος (συνήθως ημικυκλικός) που χωρίζει το τμήμα των κερκίδων ενός θεάτρου, σταδίου σε μέρη καθώς και καθένα απ' τα μέρη αυτά
  2. (αρχιτεκτονική) η ζωοφόρος

Συγγενικά

  • διαζωμάτιο
  •  δείτε τις λέξεις ζώνω και ζώνη

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διάζωμᾰ τὰ διαζώμᾰτ
      γενική τοῦ διαζώμᾰτος τῶν διαζωμᾰ́των
      δοτική τῷ διαζώμᾰτ τοῖς διαζώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ διάζωμᾰ τὰ διαζώμᾰτ
     κλητική ! διάζωμᾰ διαζώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαζώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  διαζωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάζωμα < διαζώννυμι < διά- + ζώννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ios (ζώνομαι)

Ουσιαστικό

διάζωμα ουδέτερο

  1. ζώνη
  2. χώρισμα
  3. γείσο
  4. (θέατρο) διάζωμα
  5. (ελληνιστική σημασία , γεωγραφία) ισθμός

Συγγενικά

  • διαζωμάτιον
  • διαζωμεύω

 και δείτε τις λέξεις διαζώννυμι, διά και ζώννυμι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.