κατάστικτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάστικτος | η | κατάστικτη | το | κατάστικτο |
| γενική | του | κατάστικτου | της | κατάστικτης | του | κατάστικτου |
| αιτιατική | τον | κατάστικτο | την | κατάστικτη | το | κατάστικτο |
| κλητική | κατάστικτε | κατάστικτη | κατάστικτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάστικτοι | οι | κατάστικτες | τα | κατάστικτα |
| γενική | των | κατάστικτων | των | κατάστικτων | των | κατάστικτων |
| αιτιατική | τους | κατάστικτους | τις | κατάστικτες | τα | κατάστικτα |
| κλητική | κατάστικτοι | κατάστικτες | κατάστικτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάστικτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάστικτος
Επίθετο
κατάστικτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (λόγιο, μεταφορικά) γεμάτος στίγματα
- (μεταφορικά) Και μιλάμε επίσης για πρόσωπα των οποίων η καθημερινότητα ρέπει μονίμως προς το κακό και τη διαστροφή, χτίζοντας μια ανθρωπολογία της απανθρωπιάς κατάστικτη από εμμονές και ψυχώσεις που σκοτώνουν. (*)
- ≈ συνώνυμα: διάστικτος, ποικιλόχρωμος, πιτσιλωτός
Πηγές
- κατάστικτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κατάστικτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κατάστικτος | τὸ | κατάστικτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | καταστίκτου | τοῦ | καταστίκτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | καταστίκτῳ | τῷ | καταστίκτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κατάστικτον | τὸ | κατάστικτον | ||
| κλητική ὦ! | κατάστικτε | κατάστικτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κατάστικτοι | τὰ | κατάστικτᾰ | ||
| γενική | τῶν | καταστίκτων | τῶν | καταστίκτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | καταστίκτοις | τοῖς | καταστίκτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | καταστίκτους | τὰ | κατάστικτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κατάστικτοι | κατάστικτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταστίκτω | τὼ | καταστίκτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταστίκτοιν | τοῖν | καταστίκτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κατάστικτος, -ος, -ον
- γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με σημάδια, διάστικτος, πιτσιλωτός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 697 (695-698)
- καὶ πρῶτα μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας | νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν ἁμμάτων | σύνδεσμ᾽ ἐλέλυτο, καὶ καταστίκτους δορὰς | ὄφεσι κατεζώσαντο λιχμῶσιν γένυν.
- Άφησαν πρώτα τα μαλλιά τους να χυθούν στους ώμους, | έσφιξαν τα κατάστικτα δέρματα ελαφιών, | αν είχαν λυθεί οι κόμποι που τα έδεναν, | και τα έζωσαν με φίδια που τους έγλειφαν το μάγουλο.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- καὶ πρῶτα μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας | νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν ἁμμάτων | σύνδεσμ᾽ ἐλέλυτο, καὶ καταστίκτους δορὰς | ὄφεσι κατεζώσαντο λιχμῶσιν γένυν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 3 @scaife.perseus
- Ἄλλος ὃς καλεῖται κνιπολόγος, τὸ μέγεθος μικρὸς ὅσον ἀκανθυλλίς, τὴν δὲ χρόαν σποδοειδὴς καὶ κατάστικτος· φωνεῖ δὲ μικρόν·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τοῦ πότερον τὰ ψυχῆς ἢ τὰ σώματος πάθη χείρονα, Section 2, 500d @scaife.perseus
- ἡ μὲν οὖν Αἰσώπειος ἀλώπηξ περὶ ποικιλίας δικαζομένη πρὸς τὴν πάρδαλιν, ὡς ἐκείνη τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐπιφάνειαν εὐανθῆ καὶ κατάστικτον ἐπεδείξατο, τῇ δʼ ἦν τὸ ξανθὸν αὐχμηρὸν καὶ οὐχ ἡδὺ προσιδεῖν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 697 (695-698)
- (για ρούχα) ποικιλόχρωμος, παρδαλός
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἰνδική, 5.9 @scaife.perseus
- καὶ αὐτοὶ Ἰνδοὶ ὑπὸ τυμπάνων τε καὶ κυμβάλων στελλόμενοι ἐς τὰς μάχας, καὶ ἐσθὴς αὐτοῖσι κατάστικτος ἐοῦσα, κατάπερ τοῦ Διονύσου τοῖσι βάκχοισιν·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἰνδική, 5.9 @scaife.perseus
Συνώνυμα
- ποικιλόστικτος
- πυκνόστικτος
Πηγές
- κατάστικτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάστικτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.