πυκνόστικτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πυκνόστικτος | τὸ | πυκνόστικτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πυκνοστίκτου | τοῦ | πυκνοστίκτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πυκνοστίκτῳ | τῷ | πυκνοστίκτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πυκνόστικτον | τὸ | πυκνόστικτον | ||
| κλητική ὦ! | πυκνόστικτε | πυκνόστικτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πυκνόστικτοι | τὰ | πυκνόστικτᾰ | ||
| γενική | τῶν | πυκνοστίκτων | τῶν | πυκνοστίκτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πυκνοστίκτοις | τοῖς | πυκνοστίκτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πυκνοστίκτους | τὰ | πυκνόστικτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πυκνόστικτοι | πυκνόστικτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυκνοστίκτω | τὼ | πυκνοστίκτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυκνοστίκτοιν | τοῖν | πυκνοστίκτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυκνόστικτος < πυκνό- + -στικτος
Επίθετο
πυκνόστικτος, -ος, -ον
- (σπάνιο) που έχει πυκνά στίγματα, κατάστικτος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1092 (1091-1095)
- καὶ τὸν ἀγρευτὰν Ἀπόλλω | καὶ κασιγνήταν πυκνοστίκτων ὀπαδὸν | ὠκυπόδων ἐλάφων, στέρ-|γω διπλᾶς ἀρωγὰς | μολεῖν γᾷ τᾷδε καὶ πολίταις.
- Εύχομαι ακόμη ο θηρευτής Απόλλων, | μαζί κι η αδελφή του, που ελάφια ωκύποδα, με δέρμα παρδαλό, | τη συνοδεύουν, ελάτε οι δυο σας | αρωγοί σ᾽ αυτή τη γη | και στους πολίτες της.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ≈ συνώνυμα: ποικιλόστικτος, κατάστικτος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1092 (1091-1095)
Πηγές
- πυκνόστικτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυκνόστικτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.