root cap
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| root cap | root caps |
Πολυλεκτικός όρος
root cap (en)
- (βοτανική) καλύπτρα, το τμήμα του ακρορριζίου που βοηθά τη διείσδυση της ρίζας στο έδαφος, προστατεύει τους µεριστωµατικούς ιστούς και αντιλαµβάνεται ερεθίσµατα.
- μερίστομα
- μεριστωματική ζώνη
-
Root cap στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.