πρόσθετο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρόσθετο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσθετος

Ουσιαστικό

πρόσθετο ουδέτερο

  1. οποιαδήποτε ουσία προστίθεται σε ένα σώμα για να του προσδώσει ορισμένα χαρακτηριστικά
    τα βιολογικά τρόφιμα πρέπει να είναι καθαρά από συντηρητικά και άλλα πρόσθετα
  2. (πληροφορική) λογισμικό που ενσωματώνεται σε ένα άλλο πρόγραμμα και προσθέτει δυνατότητες σ' αυτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.