πρόσθετο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρόσθετο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσθετος
Ουσιαστικό
πρόσθετο ουδέτερο
- οποιαδήποτε ουσία προστίθεται σε ένα σώμα για να του προσδώσει ορισμένα χαρακτηριστικά
- τα βιολογικά τρόφιμα πρέπει να είναι καθαρά από συντηρητικά και άλλα πρόσθετα
- (πληροφορική) λογισμικό που ενσωματώνεται σε ένα άλλο πρόγραμμα και προσθέτει δυνατότητες σ' αυτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.