φερετζές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φερετζές οι φερετζέδες
      γενική του φερετζέ των φερετζέδων
    αιτιατική τον φερετζέ τους φερετζέδες
     κλητική φερετζέ φερετζέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γυναίκα με φερετζέ (1850)

Ετυμολογία

φερετζές < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φερετζές[1] < τουρκική ferace < οθωμανική τουρκική فراجه (ferace, μανδύας, γυναικείο πανωφόρι) + < μεσαιωνική ελληνική φορεσιά[2] / φορεσία (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή φόρεσις < αρχαία ελληνική φορέω < φέρω

Ουσιαστικό

φερετζές αρσενικό

  • (ενδυμασία) το ύφασμα που καλύπτει το πρόσωπο των γυναικών που έχουν ασπαστεί τον ισλαμισμό, η καλύπτρα προσώπου που αφήνει ορατά μόνον τα μάτια και το μέτωπο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φερετζές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

φερετζές < (αντιδάνειο): (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική فراجه (ferace, μανδύας, γυναικείο πανωφόρι) + < αραβική ς προέλευσης < μεσαιωνικά ελληνικά φορεσιά < ελληνιστική κοινή φόρεσις < αρχαία ελληνική φορέω < φέρω[1]

Ουσιαστικό

φερετζές αρσενικό

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.