cowl

Αγγλικά (en)

the cowl of a monk

Ουσιαστικό

cowl (en)

  1. η αεροδυναμική καλύπτρα
  2. η κουκούλα των μοναχών της Δυτικής Εκκλησίας
  3. όλόκληρο το ένδυμα των μοναχών μαζί με την κουκούλα
  4. κουκούλα που καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπο
  5. εξάρτημα της καμινάδας των καραβιών που απομακρύνει τον καπνό από τη γέφυρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.