ακρορρίζιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακρορρίζιο | τα | ακρορρίζια |
| γενική | του | ακρορρίζιου & ακρορριζίου |
των | ακρορρίζιων & ακρορριζίων |
| αιτιατική | το | ακρορρίζιο | τα | ακρορρίζια |
| κλητική | ακρορρίζιο | ακρορρίζια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακρορρίζιο < (καθαρεύουσα) ἀκρορρίζιον με αποβολή του -ν. Μορφολογικά ακρο- (< άκρο) + ρίζα + -ιο
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾoˈɾi.zi.o/
Ουσιαστικό
ακρορρίζιο ουδέτερο
Συγγενικά
- ακρόρριζα θηλυκό
- ακρόρριζος (επίθετο)
- ακρορρίνιο, ἀκρορρίνιον
- και → δείτε τη λέξη άκρο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.