ταλέντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ταλέντο | τα | ταλέντα |
| γενική | του | ταλέντου | των | ταλέντων |
| αιτιατική | το | ταλέντο | τα | ταλέντα |
| κλητική | ταλέντο | ταλέντα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταλέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική talento < λατινική talentum < αρχαία ελληνική τάλαντον (αντιδάνειο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /taˈlen.do/
Ουσιαστικό
ταλέντο ουδέτερο
- το φυσικό χάρισμα, η πέραν του συνηθισμένου ικανότητα και επιδεξιότητα που παρουσιάζουν ορισμένα άτομα σε έναν τομέα, συχνά ήδη από τα πρώτα στάδια της ενασχόλησής τους με αυτόν
- το άτομο που έχει ξεχωριστές ικανότητες σε έναν τομέα
- ο Μότσαρτ από πολύ μικρή ηλικία έδειξε ότι ήταν ένα πολύ μεγάλο ταλέντο στη μουσική
-
ταλέντο στα Βικιφθέγματα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.