καλλιτέχνιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλλιτέχνιδα οι καλλιτέχνιδες
      γενική της καλλιτέχνιδας των καλλιτέχνιδων
    αιτιατική την καλλιτέχνιδα τις καλλιτέχνιδες
     κλητική καλλιτέχνιδα καλλιτέχνιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλλιτέχνιδα < καλλιτέχνης + κατάληξη θηλυκού -ιδα

Ουσιαστικό

καλλιτέχνιδα θηλυκό

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.