εκτελεστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκτελεστής | οι | εκτελεστές |
| γενική | του | εκτελεστή | των | εκτελεστών |
| αιτιατική | τον | εκτελεστή | τους | εκτελεστές |
| κλητική | εκτελεστή | εκτελεστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκτελεστής < εκτελώ + -τής(μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exécuteur)
Ουσιαστικό
εκτελεστής αρσενικό
- αυτός που σκοτώνει εν ψυχρώ
- (επάγγελμα) ο δήμιος
- το άτομο, στο οποίο ανατίθεται η υλοποίηση μιας επιθυμίας, η διεκπεραίωση μιας εργασίας
- η κυρία Μαρία όρισε εκτελεστή της διαθήκης της τον γιο της, Νίκο
Συγγενικά
- εκτέλεση
- εκτελεστέος
- εκτελεστήριος
- εκτελεστικός
- εκτελεστός
- εκτελώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.