εκτελεστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκτελεστής οι εκτελεστές
      γενική του εκτελεστή των εκτελεστών
    αιτιατική τον εκτελεστή τους εκτελεστές
     κλητική εκτελεστή εκτελεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκτελεστής < εκτελώ + -τής(μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exécuteur)

Ουσιαστικό

εκτελεστής αρσενικό

  1. αυτός που σκοτώνει εν ψυχρώ
     συνώνυμα: δολοφόνος, φονιάς
  2. (επάγγελμα) ο δήμιος
  3. το άτομο, στο οποίο ανατίθεται η υλοποίηση μιας επιθυμίας, η διεκπεραίωση μιας εργασίας
    η κυρία Μαρία όρισε εκτελεστή της διαθήκης της τον γιο της, Νίκο


Συγγενικά

Μεταφράσεις



Κλιτικός τύπος επιθέτου

εκτελεστής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.