κάλλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάλλος τα κάλλη
      γενική του κάλλους
    αιτιατική το κάλλος τα κάλλη
     κλητική κάλλος κάλλη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάλλος < αρχαία ελληνική κάλλος < καλός < καλϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < of *kal- (όμορφος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.los/
ομόηχο: κάλος
τονικά παρώνυμα: καλός, καλώς
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάλλος

Ουσιαστικό

κάλλος ουδέτερο

Συγγενικά

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
καλλεσ-
ονομαστική τὸ κάλλος τὰ κάλλη - κάλλε
      γενική τοῦ κάλλους - κάλλεος τῶν καλλῶν - καλλέων
      δοτική τῷ κάλλει - κάλλεῐ̈ τοῖς κάλλεσ(ν)
    αιτιατική τὸ κάλλος τὰ κάλλη - κάλλεα
     κλητική ! κάλλος κάλλη - κάλλεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάλλει - κάλλεε
γεν-δοτ τοῖν  καλλοῖν - καλλέοιν
Η συνηρημένοι τύποι, αττικοί.
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάλλος < καλός < καλϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < of *kal- (όμορφος)

Ουσιαστικό

κάλλος, -εος/ους ουδέτερο

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.