κάλλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάλλος | τα | κάλλη |
| γενική | του | κάλλους | — | |
| αιτιατική | το | κάλλος | τα | κάλλη |
| κλητική | κάλλος | κάλλη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
κάλλος < αρχαία ελληνική κάλλος < καλός < καλϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < of *kal- (όμορφος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.los/
- ομόηχο: κάλος
- τονικά παρώνυμα: καλός, καλώς
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάλ‐λος
Συγγενικά
- καλλιστεία
- → δείτε τη λέξη καλός
Ομώνυμα / Ομόηχα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| καλλεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | κάλλος | τὰ | κάλλη - κάλλεᾰ | |
| γενική | τοῦ | κάλλους - κάλλεος | τῶν | καλλῶν - καλλέων | |
| δοτική | τῷ | κάλλει - κάλλεῐ̈ | τοῖς | κάλλεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | κάλλος | τὰ | κάλλη - κάλλεα | |
| κλητική ὦ! | κάλλος | κάλλη - κάλλεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κάλλει - κάλλεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | καλλοῖν - καλλέοιν | |||
| Η συνηρημένοι τύποι, αττικοί. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- κάλλος < καλός < καλϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < of *kal- (όμορφος)
Παράγωγα
Πηγές
- κάλλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.