αντικαλλιτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικαλλιτεχνικός | η | αντικαλλιτεχνική | το | αντικαλλιτεχνικό |
| γενική | του | αντικαλλιτεχνικού | της | αντικαλλιτεχνικής | του | αντικαλλιτεχνικού |
| αιτιατική | τον | αντικαλλιτεχνικό | την | αντικαλλιτεχνική | το | αντικαλλιτεχνικό |
| κλητική | αντικαλλιτεχνικέ | αντικαλλιτεχνική | αντικαλλιτεχνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικαλλιτεχνικοί | οι | αντικαλλιτεχνικές | τα | αντικαλλιτεχνικά |
| γενική | των | αντικαλλιτεχνικών | των | αντικαλλιτεχνικών | των | αντικαλλιτεχνικών |
| αιτιατική | τους | αντικαλλιτεχνικούς | τις | αντικαλλιτεχνικές | τα | αντικαλλιτεχνικά |
| κλητική | αντικαλλιτεχνικοί | αντικαλλιτεχνικές | αντικαλλιτεχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντικαλλιτεχνικός < αντι- + καλλιτεχνικός
Συγγενικά
- αντικαλλιτεχνικά
- → δείτε τις λέξεις αντί, καλλιτέχνης, καλός και τέχνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.