κακοφωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακοφωνία | οι | κακοφωνίες |
| γενική | της | κακοφωνίας | των | κακοφωνιών |
| αιτιατική | την | κακοφωνία | τις | κακοφωνίες |
| κλητική | κακοφωνία | κακοφωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοφωνία < (ελληνιστική κοινή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ko.foˈni.a/
Ουσιαστικό
κακοφωνία θηλυκό
- η εντύπωση που προκαλεί ένας δυσάρεστος ήχος ή η δυσάρεστη συνήχηση
- η δυσάρεστη εντύπωση που προκαλείται από το άκουσμα ενός μουσικού φθόγγου με άσχημη χροιά ή από την έλλειψη συντονισμού και αρμονίας κατά την εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού από σύνολο οργάνων ή χορωδία
- (μεταφορικά) η έλλειψη συνεννόησης και αρμονίας σε μια συλλογική προσπάθεια
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.