αταίριαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αταίριαστος | η | αταίριαστη | το | αταίριαστο |
| γενική | του | αταίριαστου | της | αταίριαστης | του | αταίριαστου |
| αιτιατική | τον | αταίριαστο | την | αταίριαστη | το | αταίριαστο |
| κλητική | αταίριαστε | αταίριαστη | αταίριαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αταίριαστοι | οι | αταίριαστες | τα | αταίριαστα |
| γενική | των | αταίριαστων | των | αταίριαστων | των | αταίριαστων |
| αιτιατική | τους | αταίριαστους | τις | αταίριαστες | τα | αταίριαστα |
| κλητική | αταίριαστοι | αταίριαστες | αταίριαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Ετυμολογία
- αταίριαστος < μεσαιωνική ελληνική αταίριαστος α- + ταιριάζω
Επίθετο
αταίριαστος, -η, -ο
- που δε ταιριάζει
- (μεταφορικά) ανάρμοστος
- ※ Ύστερα, ο αταίριαστος γάμος του εξηντάρη λογοτέχνη με μια κοπελίτσα εικοσιέξι χρόνων, με ενόχλησε. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
- (μεταφορικά) (λογοτεχνικό) άφταστος, ασύγκριτος
- (σπάνιο) χωρίς ταίρι
Συγγενικά
- αταίριαστα
- → δείτε τις λέξεις ταιριάζω και ταίρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.