κακομοιριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
κακομοιριάζω< κακομοίρ(ης) + -ιάζω. Συνήθως στην παθητική μετοχή κακομοιρασμένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ko.miɾˈʝa.zo/
Ρήμα
κακομοιριάζω, αόρ.: κακομοίριασα, μτχ.π.π.: κακομοιριασμένος, χωρίς παθητικούς τύπους
- (αμετάβατο) γίνομαι ή αισθάνομαι κακομοίρης
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κακομοιριάζω | κακομοίριαζα | θα κακομοιριάζω | να κακομοιριάζω | κακομοιριάζοντας | |
| β' ενικ. | κακομοιριάζεις | κακομοίριαζες | θα κακομοιριάζεις | να κακομοιριάζεις | κακομοίριαζε | |
| γ' ενικ. | κακομοιριάζει | κακομοίριαζε | θα κακομοιριάζει | να κακομοιριάζει | ||
| α' πληθ. | κακομοιριάζουμε | κακομοιριάζαμε | θα κακομοιριάζουμε | να κακομοιριάζουμε | ||
| β' πληθ. | κακομοιριάζετε | κακομοιριάζατε | θα κακομοιριάζετε | να κακομοιριάζετε | κακομοιριάζετε | |
| γ' πληθ. | κακομοιριάζουν(ε) | κακομοίριαζαν κακομοιριάζαν(ε) |
θα κακομοιριάζουν(ε) | να κακομοιριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κακομοίριασα | θα κακομοιριάσω | να κακομοιριάσω | κακομοιριάσει | ||
| β' ενικ. | κακομοίριασες | θα κακομοιριάσεις | να κακομοιριάσεις | κακομοίριασε | ||
| γ' ενικ. | κακομοίριασε | θα κακομοιριάσει | να κακομοιριάσει | |||
| α' πληθ. | κακομοιριάσαμε | θα κακομοιριάσουμε | να κακομοιριάσουμε | |||
| β' πληθ. | κακομοιριάσατε | θα κακομοιριάσετε | να κακομοιριάσετε | κακομοιριάστε | ||
| γ' πληθ. | κακομοίριασαν κακομοιριάσαν(ε) |
θα κακομοιριάσουν(ε) | να κακομοιριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κακομοιριάσει | είχα κακομοιριάσει | θα έχω κακομοιριάσει | να έχω κακομοιριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κακομοιριάσει | είχες κακομοιριάσει | θα έχεις κακομοιριάσει | να έχεις κακομοιριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κακομοιριάσει | είχε κακομοιριάσει | θα έχει κακομοιριάσει | να έχει κακομοιριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κακομοιριάσει | είχαμε κακομοιριάσει | θα έχουμε κακομοιριάσει | να έχουμε κακομοιριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κακομοιριάσει | είχατε κακομοιριάσει | θα έχετε κακομοιριάσει | να έχετε κακομοιριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κακομοιριάσει | είχαν κακομοιριάσει | θα έχουν κακομοιριάσει | να έχουν κακομοιριάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.