κακομοιρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κακομοιρίᾱ | αἱ | κακομοιρίαι |
| γενική | τῆς | κακομοιρίᾱς | τῶν | κακομοιριῶν |
| δοτική | τῇ | κακομοιρίᾳ | ταῖς | κακομοιρίαις |
| αιτιατική | τὴν | κακομοιρίᾱν | τὰς | κακομοιρίᾱς |
| κλητική ὦ! | κακομοιρίᾱ | κακομοιρίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κακομοιρίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κακομοιρίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακομοιρία < κακόμοιρος + -ία < αρχαία ελληνική κακός + μοῖρα
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- κακομοιρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.