burn

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /bɜːn/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /bɝn/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
burn burns
  • (πληροφορική) η (μόνιμη) εγγραφή, το κάψιμο, η μόνιμη εγγραφή πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM

Ρήμα

ενεστώτας burn
γ΄ ενικό ενεστώτα burns
αόριστος burned, burnt
παθητική μετοχή burned, burnt
ενεργητική μετοχή burning

burn (en)

  1. (αμετάβατο) καίω, παράγω φλόγες και ζέστη
    The fire burned all night.
    Η φωτιά έκαιγε όλη τη νύχτα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, παθαίνω ζημιά από τον ήλιο, τη ζέστη, το οξύ κτλ.· βλάπτω κάποιον ή κάτι έτσι
    He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.
    Κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει.
  3. (πληροφορική) εγγράφω (μόνιμα), καίω, γράφω μόνιμα πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM

Συνώνυμα

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.