κορώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κορώνω < αρχαία ελληνική κόρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈɾo.no/
Ρήμα
κορώνω
- (αμετάβατο) εκπέμπω πάρα πολλή θερμότητα, ώστε κάνω κάτι να καίει
- το τζάκι κόρωσε
- (αμετάβατο) αποκτώ πάρα πολλή θερμότητα, πυρακτώνομαι
- το αυτοκίνητο θα κορώσει κάτω από τον ήλιο· καλύτερα να το πας στη σκιά
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να βγει εκτός εαυτού
Εκφράσεις
- (μεταφορικά) ανάβω και κορώνω : εξοργίζομαι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.