κρυφοκαίω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κρυφοκαίω
<
κρυφ(ο)-
+
καίω
Ρήμα
κρυφοκαίω
καίγομαι
χωρίς
φλόγα
(
στη λογοτεχνία
) λέγεται για κάτι που
παιδεύει
και
τυραννάει
κάποιον χωρίς να εκδηλώνεται μπροστά στους άλλους
το πάθος τον
κρυφοκαίει
ο λυγμός
κρυφοκαίει
τον λαιμό του
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.