καίριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καίριος | η | καίρια | το | καίριο |
| γενική | του | καίριου | της | καίριας | του | καίριου |
| αιτιατική | τον | καίριο | την | καίρια | το | καίριο |
| κλητική | καίριε | καίρια | καίριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καίριοι | οι | καίριες | τα | καίρια |
| γενική | των | καίριων | των | καίριων | των | καίριων |
| αιτιατική | τους | καίριους | τις | καίριες | τα | καίρια |
| κλητική | καίριοι | καίριες | καίρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καίριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καίριος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈce.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καί‐ρι‐ος
Επίθετο
καίριος, -α, -ο
- που γίνεται την κατάλληλη στιγμή, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικός
- σημαντικός
- ↪ οι δημοσιογράφοι έθεσαν καίρια ερωτήματα
- ↪ η υπεράσπιση παρουσίασε καίρια επιχειρήματα
- κρίσιμος, καθοριστικός
- ↪ Η ψήφος του θα παίξει καίριο ρόλο.
Συγγενικά
- καίρια (επίρρημα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καίριος | ἡ | καιρίᾱ & καίριος |
τὸ | καίριον |
| γενική | τοῦ | καιρίου | τῆς | καιρίᾱς & καιρίου |
τοῦ | καιρίου |
| δοτική | τῷ | καιρίῳ | τῇ | καιρίᾳ & καιρίῳ |
τῷ | καιρίῳ |
| αιτιατική | τὸν | καίριον | τὴν | καιρίᾱν & καίριον |
τὸ | καίριον |
| κλητική ὦ! | καίριε | καιρίᾱ & καίριε |
καίριον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | καίριοι | αἱ | καίριαι & καίριοι |
τὰ | καίριᾰ |
| γενική | τῶν | καιρίων | τῶν | καιρίων & καιρίων |
τῶν | καιρίων |
| δοτική | τοῖς | καιρίοις | ταῖς | καιρίαις & καιρίοις |
τοῖς | καιρίοις |
| αιτιατική | τοὺς | καιρίους | τὰς | καιρίᾱς & καιρίους |
τὰ | καίριᾰ |
| κλητική ὦ! | καίριοι | καίριαι & καίριοι |
καίριᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καιρίω | τὼ | καιρίᾱ & καιρίω |
τὼ | καιρίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | καιρίοιν | τοῖν | καιρίαιν & καιρίοιν |
τοῖν | καιρίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καίριος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
καίριος, -'α, -ον & -ος, -ος, -ον, συγκριτικός :καιριώτερος, υπερθετικός : καιριώτατος
- στον καιρό του, έγκαιρος
Παράγωγα
- καιρίως (επίρρημα)
Πηγές
- καίριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καίριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.