critique

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
critique critiques

critique (en)

Ρήμα

ενεστώτας critique
γ΄ ενικό ενεστώτα critiques
αόριστος critiqued
παθητική μετοχή critiqued
ενεργητική μετοχή critiquing

critique (en)

  • κρίνω
    The committee critiqued the painting very strictly.
    Η επιτροπή έκρινε τη ζωγραφιά πολύ αυστηρά.



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
critique critiques

Προφορά

ΔΦΑ : /kʁi.tik/
 
ομόηχο: critiques (πληθυντικός)

Επίθετο

critique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κριτικός , επικριτικός
  2. οριακός
  3. καίριος

Ουσιαστικό

critique (fr)

  1. (θηλυκό) η κριτική, η επίκριση
  2. (αρσενικό ή θηλυκό) ο, η κριτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.