εύστοχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύστοχος | η | εύστοχη | το | εύστοχο |
| γενική | του | εύστοχου | της | εύστοχης | του | εύστοχου |
| αιτιατική | τον | εύστοχο | την | εύστοχη | το | εύστοχο |
| κλητική | εύστοχε | εύστοχη | εύστοχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύστοχοι | οι | εύστοχες | τα | εύστοχα |
| γενική | των | εύστοχων | των | εύστοχων | των | εύστοχων |
| αιτιατική | τους | εύστοχους | τις | εύστοχες | τα | εύστοχα |
| κλητική | εύστοχοι | εύστοχες | εύστοχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύστοχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔστοχος. Συγχρονικά αναλύεται σε εύ- + στόχ(ος) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈef.sto.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐στο‐χος
Επίθετο
εύστοχος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.