εύθετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύθετος η εύθετη το εύθετο
      γενική του εύθετου της εύθετης του εύθετου
    αιτιατική τον εύθετο την εύθετη το εύθετο
     κλητική εύθετε εύθετη εύθετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύθετοι οι εύθετες τα εύθετα
      γενική των εύθετων των εύθετων των εύθετων
    αιτιατική τους εύθετους τις εύθετες τα εύθετα
     κλητική εύθετοι εύθετες εύθετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εύθετος < αρχαία ελληνική εὔθετος < εὖ + τίθημι

Επίθετο

εύθετος, -η, -ο

  1. καλά / σωστά τοποθετημένος
     συνώνυμα: διευθετημένος, τακτοποιημένος
  2. (μεταφορικά) (για χρόνο) κατάλληλος
     συνώνυμα: αρμόζων, ενδεδειγμένος, ευνοϊκός

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.