δασύκερκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δασύκερκος | τὸ | δασύκερκον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δασυκέρκου | τοῦ | δασυκέρκου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δασυκέρκῳ | τῷ | δασυκέρκῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δασύκερκον | τὸ | δασύκερκον | ||
| κλητική ὦ! | δασύκερκε | δασύκερκον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δασύκερκοι | τὰ | δασύκερκᾰ | ||
| γενική | τῶν | δασυκέρκων | τῶν | δασυκέρκων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δασυκέρκοις | τοῖς | δασυκέρκοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δασυκέρκους | τὰ | δασύκερκᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δασύκερκοι | δασύκερκᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δασυκέρκω | τὼ | δασυκέρκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δασυκέρκοιν | τοῖν | δασυκέρκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δασύκερκος (ελληνιστική κοινή) < δασύς + κέρκος (ουρά ζώων)
Επίθετο
δασύκερκος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (για αλεπού) που έχει φουντωτή ουρά
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Αἰπολικὸν καὶ ποιμενικόν, στιχ. 112 (112-113)
- μισέω τὰς δασυκέρκος ἀλώπεκας, αἳ τὰ Μίκωνος | αἰεὶ φοιτῶσαι τὰ ποθέσπερα ῥαγίζοντι.
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Αἰπολικὸν καὶ ποιμενικόν, στιχ. 112 (112-113)
Πηγές
- δασύκερκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δασύκερκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.