κερκίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κερκίδα | οι | κερκίδες |
| γενική | της | κερκίδας | των | κερκίδων |
| αιτιατική | την | κερκίδα | τις | κερκίδες |
| κλητική | κερκίδα | κερκίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κερκίδα < αρχαία ελληνική κερκίς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceɾˈci.ða/

Η άρθρωση του καρπού: στο κάτω μέρος της εικόνας, η ωλένη και από πάνω η κερκίδα (1)

με μοβ χρώμα, δύο κερκίδες (2)
Ουσιαστικό
κερκίδα θηλυκό
- (ανατομία) το ένα από τα δύο οστά του πήχυ του χεριού, που ξεκινά από τον αγκώνα και φτάνει στον καρπό, στην πλευρά του αντίχειρα
- τμήμα του κοίλου του αρχαίου θεάτρου, μεταξύ δύο κλιμάκων
- τμήμα των θέσεων για τους θεατές σε ένα γήπεδο
- οι θεατές που υποστηρίζουν την ίδια ομάδα και παρακολουθούν τον αγώνα καθισμένοι όλοι στην ίδια πλευρά του γηπέδου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.