κερκίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κερκίς | αἱ | κερκίδες |
| γενική | τῆς | κερκίδος | τῶν | κερκίδων |
| δοτική | τῇ | κερκίδῐ | ταῖς | κερκίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κερκίδᾰ | τὰς | κερκίδᾰς |
| κλητική ὦ! | κερκίς* | κερκίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κερκίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κερκίδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κερκίς < κέρκος (θηλυκό, η ουρά ζώου) < άγνωστης ετυμολογίας. Ο Beekes [1] θεωρεί αβέβαιη τη σύνδεση και πιθανολογεί προελληνική προέλευση.
- Απόγονοι ⇘ νέα ελληνικά: κερκίδα
Ουσιαστικό
κερκίς, -ίδος θηλυκό
- (τεχνικός όρος)
- (αρχική σημασία) σαΐτα αργαλειού
- ράβδος, μπαστούνι, βέργα
- (ελληνιστική σημασία) ράβδος μέτρησης
- (ελληνιστική σημασία , ανατομία) το καλάμι του ποδιού
Συγγενικά
- κερκιδιαῖον
- κερκίδιον
- κερκιδοποιϊκή
- κερκιδοποιϊκός
- κερκιδοποιός
- κερκιδιαῖον
- κερκίζω
- κέρκισις
- κερκιστική
- κερκιστικός
- κέρκιστρα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- κέρκισις
- κερκιστική
- κερκιστικός
- Διαφορετικά τα κέρκαξ/κέρκνος (γεράκι), κερκίων (είδος πουλιού)
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- κερκίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κερκίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.