κέρκουρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κέρκουρος | οι | κέρκουροι |
| γενική | του | κερκούρου | των | κερκούρων |
| αιτιατική | τον | κέρκουρο | τους | κερκούρους |
| κλητική | κέρκουρε | κέρκουροι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κέρκουρος < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
κέρκουρος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) σε χρήση κατά τον 19ο αιώνα, αναφορικά με ιστιοφόρα του Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδας
Μεταφράσεις
κέρκουρος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κέρκουρος | οἱ | κέρκουροι |
| γενική | τοῦ | κερκούρου | τῶν | κερκούρων |
| δοτική | τῷ | κερκούρῳ | τοῖς | κερκούροις |
| αιτιατική | τὸν | κέρκουρον | τοὺς | κερκούρους |
| κλητική ὦ! | κέρκουρε | κέρκουροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κερκούρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κερκούροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κέρκουρος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) ελαφρύ σκάφος ιδίως των Κυπρίων
- ※ Αἰγυπτίων δὲ ἐστρατήγεε Ἀχαιμένης Ξέρξεω ἐὼν ἀπ᾽ ἀμφοτέρων ἀδελφεός, τῆς δὲ ἄλλης στρατιῆς ἐστρατήγεον οἱ δύο. τριηκόντεροι δὲ καὶ πεντηκόντεροι καὶ κέρκουροι καὶ ἱππαγωγὰ πλοῖα μακρὰ συνελθόντα ἐς τὸν ἀριθμὸν ἐφάνη τρισχίλια. (Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια).97.1)
- ※ ἐφόλκια δ᾽ ἦσαν αὐτῇ τὸ μὲν πρῶτον κέρκουρος τρισχίλια τάλαντα δέχεσθαι δυνάμενος: πᾶς δ᾽ ἦν οὗτος ἐπίκωπος. μεθ᾽ ὃν χίλια πεντακόσια βαστάζουσαι ἁλιάδες τε καὶ σκάφαι πλείους (Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 5.208e)
- (ιχθυολογία) είδος ψαριού
- κερκοῦρος
- κέρκυρος
Παράγωγα
- κερκούριον (υποκοριστικό)
- Κερκούριον (γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό)
- κερκουρίτης (ναύτης κέρκουρου)
- κερκουροσκάφη (είδος σκάφους)
- ταυροκέρκουρος (είδος σκάφους)
Αναφορές
- Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
Πηγές
- κέρκουρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέρκουρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.