κερκοπίθηκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κερκοπίθηκος | οι | κερκοπίθηκοι |
| γενική | του | κερκοπίθηκου & κερκοπιθήκου |
των | κερκοπίθηκων & κερκοπιθήκων |
| αιτιατική | τον | κερκοπίθηκο | τους | κερκοπίθηκους & κερκοπιθήκους |
| κλητική | κερκοπίθηκε | κερκοπίθηκοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Cercopithecus diana
Ετυμολογία
- κερκοπίθηκος < ελληνιστική κοινή κερκοπίθηκος < κέρκος + -ο- + πίθηκος
Ουσιαστικό
κερκοπίθηκος αρσενικό
- (βιολογία) γένος πιθήκων της οικογένειας Κερκοπιθηκίδες (Cercopithecidae)
-
Κερκοπιθηκίδες στη Βικιπαίδεια

-
Cercopithecus στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.