κερδαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κερδαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερδαίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε κέρδ(ος) + -αίνω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κερδαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κερδαίνω
Ρήμα
κερδαίνω (μεταβατικό) και (αμετάβατο)
Συνώνυμα
- κερδέζω
- κερδίζω
- κερδῶ
Συγγενικά
- κερδαιτής
Πηγές
- κερδαίνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κερδαίνω < → λείπει η ετυμολογία
- κερδανέω (ιωνικός τύπος )
Συνώνυμα
Παράγωγα
- κεκερδημένος
Σύνθετα:
- ἀποκερδαίνω
- ἐκκερδαίνω
- ἐπικερδαίνω
- κατακερδαίνω
- παρακερδαίνω
- προκερδαίνω
Πηγές
- κερδαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κερδαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.