κερδοσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κερδοσκοπία | οι | κερδοσκοπίες |
| γενική | της | κερδοσκοπίας | των | κερδοσκοπιών |
| αιτιατική | την | κερδοσκοπία | τις | κερδοσκοπίες |
| κλητική | κερδοσκοπία | κερδοσκοπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κερδοσκοπία < κερδοσκόπ(ος) + -ία
Ουσιαστικό
κερδοσκοπία θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Πηγές
- κερδοσκοπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.