κερδοσκοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κερδοσκοπία οι κερδοσκοπίες
      γενική της κερδοσκοπίας των κερδοσκοπιών
    αιτιατική την κερδοσκοπία τις κερδοσκοπίες
     κλητική κερδοσκοπία κερδοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κερδοσκοπία < κερδοσκόπ(ος) + -ία

Ουσιαστικό

κερδοσκοπία θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.