κερδομανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κερδομανής | η | κερδομανής | το | κερδομανές |
| γενική | του | κερδομανούς* | της | κερδομανούς | του | κερδομανούς |
| αιτιατική | τον | κερδομανή | την | κερδομανή | το | κερδομανές |
| κλητική | κερδομανή(ς) | κερδομανής | κερδομανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κερδομανείς | οι | κερδομανείς | τα | κερδομανή |
| γενική | των | κερδομανών | των | κερδομανών | των | κερδομανών |
| αιτιατική | τους | κερδομανείς | τις | κερδομανείς | τα | κερδομανή |
| κλητική | κερδομανείς | κερδομανείς | κερδομανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- κερδομανία
- → δείτε τις λέξεις κέρδος και μανία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.