κερδοφορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κερδοφορία | οι | κερδοφορίες |
| γενική | της | κερδοφορίας | των | κερδοφοριών |
| αιτιατική | την | κερδοφορία | τις | κερδοφορίες |
| κλητική | κερδοφορία | κερδοφορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κερδοφορία θηλυκό
- (οικονομία): η απόδοση, η ύπαρξη κέρδους σε οικονομική δραστηριότητα
- (κατ’ επέκταση) το να έχει μεγάλα κέρδη μια επιχείρηση
Μεταφράσεις
κερδοφορία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.