κερδοφορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κερδοφορία οι κερδοφορίες
      γενική της κερδοφορίας των κερδοφοριών
    αιτιατική την κερδοφορία τις κερδοφορίες
     κλητική κερδοφορία κερδοφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κερδοφορία < κέρδ(ος) + -ο- + -φορία

Ουσιαστικό

κερδοφορία θηλυκό

  1. (οικονομία): η απόδοση, η ύπαρξη κέρδους σε οικονομική δραστηριότητα
  2. (κατ’ επέκταση) το να έχει μεγάλα κέρδη μια επιχείρηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.