μικτό κέρδος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μικτό κέρδος < → δείτε τις λέξεις μικτός και κέρδος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gross profit
Πολυλεκτικός όρος
μικτό κέρδος
- (λογιστική) η διαφορά μεταξύ των καθαρών πωλήσεων και του κόστους των πωληθέντων αγαθών ή υπηρεσιών
Μεταφράσεις
μικτό κέρδος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.