κερδοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κερδοφόρος | η | κερδοφόρα & κερδοφόρος |
το | κερδοφόρο |
| γενική | του | κερδοφόρου | της | κερδοφόρας & κερδοφόρου |
του | κερδοφόρου |
| αιτιατική | τον | κερδοφόρο | την | κερδοφόρα & κερδοφόρο |
το | κερδοφόρο |
| κλητική | κερδοφόρε | κερδοφόρα & κερδοφόρε |
κερδοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κερδοφόροι | οι | κερδοφόρες & κερδοφόροι |
τα | κερδοφόρα |
| γενική | των | κερδοφόρων | των | κερδοφόρων | των | κερδοφόρων |
| αιτιατική | τους | κερδοφόρους | τις | κερδοφόρες & κερδοφόρους |
τα | κερδοφόρα |
| κλητική | κερδοφόροι | κερδοφόρες & κερδοφόροι |
κερδοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κερδοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κερδοφόρος < αρχαία ελληνική κέρδ(ος) + -ο- + -φόρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceɾ.ðoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κερ‐δο‐φό‐ρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κερδοφόρος | τὸ | κερδοφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κερδοφόρου | τοῦ | κερδοφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κερδοφόρῳ | τῷ | κερδοφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κερδοφόρον | τὸ | κερδοφόρον | ||
| κλητική ὦ! | κερδοφόρε | κερδοφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κερδοφόροι | τὰ | κερδοφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | κερδοφόρων | τῶν | κερδοφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κερδοφόροις | τοῖς | κερδοφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κερδοφόρους | τὰ | κερδοφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κερδοφόροι | κερδοφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κερδοφόρω | τὼ | κερδοφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κερδοφόροιν | τοῖν | κερδοφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
κερδοφόρος < αρχαία ελληνική κέρδ(ος) + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Πηγές
- κερδοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.