exploit

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
exploit exploits

exploit (en)

  1. κατόρθωμα, επίτευγμα, άθλος
  2. ανδραγάθημα
  3. (πληροφορική) το πρόγραμμα ή γενικότερα η τεχνική που εκμεταλλεύεται ένα κενό ασφάλειας ενός άλλου λογισμικού
     δείτε τη λέξη zero-day exploit

Ρήμα

ενεστώτας exploit
γ΄ ενικό ενεστώτα exploits
αόριστος exploited
παθητική μετοχή exploited
ενεργητική μετοχή exploiting

exploit (en)

  1. (κακόσημο) εκμεταλλεύομαι, μεταχειρίζομαι ένα άτομο ή μια κατάσταση ως ευκαιρία να αποκτήσω ένα πλεονέκτημα για τον εαυτό μου
    They exploit people’s ignorance.
    Εκμεταλλεύονται την αμάθεια του κόσμου.
     συνώνυμα:  prey on, take advantage of και trade on
  2. χρησιμοποιώ

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

exploit (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.