exploit
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| exploit | exploits |
exploit (en)
- κατόρθωμα, επίτευγμα, άθλος
- ανδραγάθημα
- (πληροφορική) το πρόγραμμα ή γενικότερα η τεχνική που εκμεταλλεύεται ένα κενό ασφάλειας ενός άλλου λογισμικού
- → δείτε τη λέξη zero-day exploit
Ρήμα
| ενεστώτας | exploit |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | exploits |
| αόριστος | exploited |
| παθητική μετοχή | exploited |
| ενεργητική μετοχή | exploiting |
exploit (en)
- (κακόσημο) εκμεταλλεύομαι, μεταχειρίζομαι ένα άτομο ή μια κατάσταση ως ευκαιρία να αποκτήσω ένα πλεονέκτημα για τον εαυτό μου
- ↪ They exploit people’s ignorance.
- Εκμεταλλεύονται την αμάθεια του κόσμου.
- ≈ συνώνυμα: prey on, take advantage of και trade on
- ↪ They exploit people’s ignorance.
- χρησιμοποιώ
Συγγενικά
- exploitability
- exploitable
- exploitation
- exploitative
- exploiter
- exploitive
Γαλλικά (fr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.