καμώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καμώνομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος καμώνω < αρχαία ελληνική κάμνω

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈmo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμώνομαι

Ρήμα

καμώνομαι, πρτ.: καμωνόμουν, στ.μέλλ.: θα καμωθώ, αόρ.: καμώθηκα, μτχ.π.π.: καμωμένος, ενεργητικό καμώνω ιδιωματικό (αποθετικό ρήμα)

  1. προσποιούμαι, παριστάνω
    Καμώνεται το νταή, αλλά το βάζει στα πόδια στην πρώτη δυσκολία.
  2. κάνω καμώματα, νάζια
  3. [1] σιωπώ
    Όταν θα τον μαλώσω, εσύ να καμώνεσαι· τσιμουδιά! μη βγάλεις άχνα.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. καμώνομαι σελ.3607 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ρηματικός τύπος

καμώνομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.