νάζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νάζι | τα | νάζια |
| γενική | του | ναζιού | των | ναζιών |
| αιτιατική | το | νάζι | τα | νάζια |
| κλητική | νάζι | νάζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική naz + -ι < περσική ناز (nāz, φιλαρέσκεια, επιτήδευση)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈna.zi/
Ουσιαστικό
νάζι ουδέτερο
- χαριτωμένη και φιλάρεσκη προσποίηση στη στάση, κίνηση και συμπεριφορά
- είναι όλο νάζια
Εκφράσεις
- κάνω νάζια : κάνω σκέρτσα, τσαχπινιές
- (μεταφορικά) φέρνω αντιρρήσεις για να ικανοποιήσω επιθυμία μου
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ναζιάρης, ναζιάρα
- ναζιάρικος
- ναζάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.