κάλυκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάλυκας οι κάλυκες
      γενική του κάλυκα των καλύκων
    αιτιατική τον κάλυκα τους κάλυκες
     κλητική κάλυκα κάλυκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάλυκας < αρχαία ελληνική κάλυξ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική calice ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική shell)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.li.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάλυκας

Ουσιαστικό

κάλυκας αρσενικό

  1. (βοτανική) το μέρος του άνθους που αποτελείται από τα σέπαλα και προστατεύει το άνθος
  2. το τμήμα ενός βλήματος ή φυσιγγίου που περιέχει την πυρίτιδα και συγκρατεί τα σκάγια ή τη σφαίρα πριν την εκπυρσοκρότηση
  3. βάση λαμπτήρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.