καλυκοποιείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλυκοποιείο | τα | καλυκοποιεία |
| γενική | του | καλυκοποιείου | των | καλυκοποιείων |
| αιτιατική | το | καλυκοποιείο | τα | καλυκοποιεία |
| κλητική | καλυκοποιείο | καλυκοποιεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καλυκοποιείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.