καλυκοειδές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλυκοειδές | τα | καλυκοειδή |
| γενική | του | καλυκοειδούς | των | καλυκοειδών |
| αιτιατική | το | καλυκοειδές | τα | καλυκοειδή |
| κλητική | καλυκοειδές | καλυκοειδή | ||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλυκοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλυκοειδής (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική goblet cell)
Ουσιαστικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κάλυκας
-
Goblet cell στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- καλυκοειδές - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.