καλύκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλύκι | τα | καλύκια |
| γενική | του | καλυκιού | των | καλυκιών |
| αιτιατική | το | καλύκι | τα | καλύκια |
| κλητική | καλύκι | καλύκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλύκι < ελληνιστική κοινή καλύκιον < αρχαία ελληνική κάλυξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λύ‐κι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κάλυκας
Μεταφράσεις
καλύκι
|
Πηγές
- καλύκι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.