φυσίγγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυσίγγι τα φυσίγγια
      γενική του φυσιγγιού των φυσιγγιών
    αιτιατική το φυσίγγι τα φυσίγγια
     κλητική φυσίγγι φυσίγγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσίγγι < φυσίγγιον

Ουσιαστικό

φυσίγγι ουδέτερο

 δείτε τη λέξη φυσίγγιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.