σέπαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σέπαλο | τα | σέπαλα |
| γενική | του | σέπαλου | των | σέπαλων |
| αιτιατική | το | σέπαλο | τα | σέπαλα |
| κλητική | σέπαλο | σέπαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σέπαλο λουλουδιού.
Ετυμολογία
- σέπαλο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σέπαλον, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sépale + ο(ν) < νεολατινική sepalum, εσφαλμένα, αντί λατινική scepalum < συγχώνευση: αρχαία ελληνική σκέπη και πέταλον [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈse.pa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σέ‐πα‐λο
Ουσιαστικό
σέπαλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
σέπαλο
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- σέπαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.